προσκλίνω

προσκλίνω
ΝΑ [κλίνω]
1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, τό στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο
2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ
3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του
4. (σχετικά με χαιρετισμό) κλίνω προς τα εμπρός τον κορμό και το κεφάλι, χαιρετώ με υπόκλιση ως ένδειξη σεβασμού
αρχ.
1. γραμμ. κλίνω, σχηματίζω τους τύπους
2. μτφ. προσέλκω («προανοίγει καὶ προσκλίνει τὴν τοῡ νέου ψυχὴν τοῑς ἐν φιλοσοφίᾳ λόγοις», Πλούτ.)
3. παθ. προσκλίνομαί [τινι]
προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποτικεκλιμένον — προσκλίνω cause to lean against perf part mp masc acc sg (epic doric) προσκλίνω cause to lean against perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλικότα — προσκλίνω cause to lean against perf part act neut nom/voc/acc pl προσκλίνω cause to lean against perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλιμένον — προσκλίνω cause to lean against perf part mp masc acc sg προσκλίνω cause to lean against perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλίμεθα — προσκλίνω cause to lean against perf ind mp 1st pl προσκλίνω cause to lean against plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικέκλιται — προσκλίνω cause to lean against perf ind mp 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκέκλιτο — προσκλίνω cause to lean against plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλικέναι — προσκλίνω cause to lean against perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλικότας — προσκλίνω cause to lean against perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλιμένη — προσκλίνω cause to lean against perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκλιμένοι — προσκλίνω cause to lean against perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”